- πρόσκοιτον
- πρόσκοιτοςfor the bedmasc/fem acc sgπρόσκοιτοςfor the bedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόσκοιτος — ον, Α αυτός που χρησιμεύει για τον ύπνο («πρόσκοιτον ἱμάτιον» το νυχτικό ένδυμα, Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κοιτος (< κοίτη «κλίνη»), πρβλ. κατά κοιτος] … Dictionary of Greek